- καλύπτεσθαι
- καλύπτωoc-culopres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνοκλάζω — Α 1. οκλάζω, κάθομαι στηριζόμενος στα πόδια μου («πρός τὸ πλῆθος τῶν βελῶν συνοκλάσαντας καλύπτεσθαι», Ιωσ.) 2. (για ελέφαντα) γονατίζω συγχρόνως 3. μτφ. ξεπέφτω («ἀπέστη τοῡ φωτός... καὶ πρὸς τὴν ἁμαρτίαν συνώκλασεν», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek